- ορθωνυμος
- ὀρθώνυμοςὀρθ-ώνῠμος2правильно названный, т.е. в полном смысле слова, действительный
(κῆδος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κῆδος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορθώνυμος — ὀρθώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. κακ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ὀρθώνυμον — ὀρθώνυμος rightly named masc/fem acc sg ὀρθώνυμος rightly named neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek